- προτρίβω
- Α [τρίβω]1. τρίβω εκ τών προτέρων2. λειοτριβώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προτριβείς — Α [προτρίβω] (κατά τον Ησύχ.) «δριμεῑς καὶ ὀξεῑς» … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek